βεβαιωθῶ

βεβαιωθῶ
βεβαιόω
confirm
aor subj pass 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό …   Dictionary of Greek

  • παραπειρώμαι — άομαι, ΜΑ μσν. επιχειρώ, προσπαθώ αρχ. δοκιμάζω κάποιον για να βεβαιωθώ για τη θέληση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πειρῶμαι «προσπαθώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσπυνθάνομαι — Α ρωτώ κάτι ακόμη για να μάθω ή για να βεβαιωθώ, ζητώ επί πλέον πληροφορίες για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πυνθάνομαι «ρωτώ να μάθω» …   Dictionary of Greek

  • ελέγχω — έλεγξα, ελέγχτηκα, μτβ. 1. ερευνώ κάτι για να βεβαιωθώ για την αλήθεια, την ορθότητα, την αξία, την ικανότητα, τη γνησιότητά του κτλ., εξετάζω, εξακριβώνω. 2. (για θεωρίες, λόγους κτλ.), αναλύω κριτικά για να βρω τρωτά σημεία, επικρίνω. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”